- λιβελλογραφώ
- -έω- γράφω λιβέλλους, είμαι λιβελλογράφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιβελλογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Θ. Γ. Ορφανίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιβελλογράφημα — το δημοσίευμα με μορφή λιβέλλου, δυσφημιστικό δημοσίευμα, άρθρο ή βιβλίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβελλογραφῶ. Η λ., στον πληθ. λιβελλογραφήματα, μαρτυρείται από το 1812 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek